-
1 συνθέω
A- θεύσομαι Od.20.245
:— run together with,τοῖς ἀνέμοις Poll.1.196
: metaph. of things, go along with, go smoothly with, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή Od.l.c.2 of lines and the like , run together, meet in one point, X.Eq.10.11.3 metaph., agree,τῷ Ἐφόρου λόγῳ Aristid.Or.36(48).71
.
См. также в других словарях:
συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… … Dictionary of Greek